loading

Άννα Γαλανού

Συγγραφέας

ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΨΥΧΗΣ

Μεγάλη αγωνία φώλιαζε στην καρδιά της Ανθής. Αγωνία και
στεναχώρια που με δυσκολία πλέον κατάφερνε να κρύψει από τον Ιάσωνα. Ιδιαίτερα
τις τελευταίες μέρες, το βλέμμα του καρφωνόταν στο δικό της μελαγχολικό και
γεμάτο ερωτηματικά, κι εκείνη το απέφευγε, δεν είχε απαντήσεις.  
Αφηρημένη, συνέχισε να
περνά τους λεμονανθούς με την βελόνα και ενδιάμεσα, που και που, έβαζε και
καμιά μαργαρίτα. Το μήκος της γιρλάντας ήταν ήδη μεγάλο, όμως παρ’ όλα αυτά, η
Ανθή συνέχιζε να μπελονιάζει, την ίδια ώρα που ο νους της διέσχιζε θάλασσες κι
ωκεανούς για  να φθάσει στην άλλη άκρη
της γης. Στα νερά της Νέας Ορλεάνης, για ν’ ακουμπήσει την καρδιά της στα
πρόσωπα της μάνας και του πατέρα της.
«Μην στεναχωριέσαι
κοριτσάκι μου. Ο μπαμπάς είναι  καλά»
«Τότε γιατί δεν μου τον
δίνεις στο τηλέφωνο, θέλω να του μιλήσω»
«Οι γιατροί είπαν να
αποφεύγουμε τις συγκινήσεις… Ανθούλα μου, στ’ ορκίζομαι, είναι καλά κι
ελπίζουμε ως το τέλος του μήνα να είμαστε στο σπίτι», της είπε, σ’ ένα από τα
τελευταία τηλεφωνήματά τους.
Κι εκείνη χάρηκε, αλάφρωσε
η καρδιά της, αγαλλίασε η ψυχή της και το πρόσωπό της έλαμψε από χαρά. Το ίδιο
και του αδελφού της, του Ιάσωνα, που κάθε φορά που μιλούσε με την μάνα τους, παρακολουθούσε
τις εκφράσεις της για να ξέρει αν θα χαρεί ή αν θα κλάψει.
«Δηλαδή μάνα… Το Πάσχα;»,
την ρώτησε δειλά
«Δεν ξέρω παιδί μου… Ελπίζω
μόνο, ελπίζω!», κι έβαλε τα κλάματα.

 

*****

Τέσσερις μήνες είχαν περάσει, από τότε, που καταμεσής της
νύχτας, ο διαπεραστικός ήχος του τηλεφώνου, ξύπνησε την Ανθή. Σηκώθηκε
τρομαγμένη κι έτρεξε να το προλάβει, όμως, ήδη το είχε σηκώσει η μάνα της. Για
κάμποση ώρα άκουγε τι της έλεγαν χωρίς να μιλά, κι ύστερα με πρόσωπο κάτασπρο,
σαν χασές, κρατήθηκε από τον παραστάτη της πόρτας. Έτοιμη να σωριαστεί ήταν.

Η Ανθή, έκανε να τρέξει
προς το μέρος της όταν ένιωσε τα χεράκια του Ιάσωνα να γραπώνονται στα πόδια
της.
Η μητέρα τους, άφησε όπως
όπως στην θέση του το ακουστικό και γύρισε προς το μέρος τους. Αμίλητη ακόμα!
«Ο μπαμπάς; Γι’ αυτόν δεν
πρόκειται;», την ρώτησε με την ψυχή στο στόμα η Ανθή, σηκώνοντας τον μικρό στην
αγκαλιά της.
Δεκατεσσάρων εκείνη,
τεσσάρων αυτός. Ο μικρός, το στερνοπούλι τους, ο αγαπημένος τους Ιάσωνας.
«Ατύχημα, ναυτικό ατύχημα.
Ο πατέρας σας, Χριστέ μου! Ανθή, πρέπει να φύγω, να πάω κοντά του. Μ’ έχει
ανάγκη… Θεέ μου, ας μείνει ζωντανός»
Σφιχταγκαλιάστηκαν οι τρεις
τους. Έπαιρναν δύναμη απ’ αυτό το αγκάλιασμα· ακόμα και τα δάκρυα τους, κουράγιο
κι ελπίδα
τους έδιναν. Έμειναν έτσι για ώρα μέχρι
που το τηλέφωνο κτύπησε ξανά.

«Ναυτικό ατύχημα κυρία
Φλώκα. Είναι σοβαρά ο μαστρο-Κώστας, αλλά θα τα καταφέρει…»
Ήταν ο διευθυντής της
ναυτιλιακής εταιρίας, με φωνή γεμάτη συμπόνοια για τον ξαφνικό πόνο της
οικογένειας, ενώ παράλληλα εκδήλωσε την πρόθεση του να κανονίσει τα πάντα ώστε
η μητέρα να φύγει το γρηγορότερο για την Αμερική.
«Θα ζήσει Ανθή μου, θα
ζήσει, είμαι σίγουρη…», έλεγε και ξανάλεγε, καθώς έριχνε φύρδην μίγδην τα
ρούχα της σε μια τσάντα. «Θα τα βγάλεις πέρα μόνη σου κοριτσάκι μου; Ο Ιάσωνας
είναι τόσο…»
«Φύγε μάνα και μην ανησυχείς
για μας, μια χαρά θα είμαστε», υποσχόταν εκείνη με φωνή γεμάτη αυτοπεποίθηση,
που όμως, με μεγάλο κόπο προσπαθούσε να κρατήσει σταθερή.
Το άλλο κιόλας πρωί έφυγε
για την Νέα Ορλεάνη. Ήταν τόσο μακριά, στα πέρατα της γης, όπως έλεγαν τα
παραμύθια, σκεφτόταν η Ανθή, καθώς έφτιαχνε νοητές γραμμές πάνω στον χάρτη.

 

*****

Μετρημένα στα δάκτυλα ήταν τα τηλέφωνα με την μητέρα της.
Στην αρχή, κάθε φορά που την άκουγε, μάτωνε η καρδιά της. Τα νέα ήταν θλιβερά,
γεμάτα αγωνία. Κανείς δεν μπορούσε να πει με σιγουριά αν ο πατέρας θα τα
κατάφερνε τελικά. Το ατύχημα ήταν πολύ σοβαρό, αυτό της επαναλάμβανε συνέχεια,
χωρίς άλλες λεπτομέρειες. Η Ανθή, την άκουγε να κλαίει σπαραχτικά στην άλλη
άκρη της γραμμής και δεν επέμενε. Έκλεινε το τηλέφωνο τσακισμένη και μετά
‘’χαμογελούσε’’ στον Ιάσωνα που την κοίταζε ερευνητικά με τα τεράστια μάτια
του.

«Όλα καλά μικρούλη, ο
μπαμπάς είναι καλά»
Όταν έκλεισε ο πρώτος
μήνας, οι γιατροί, επιτέλους, διαβεβαίωσαν την μητέρα της πως ο μεγάλος
κίνδυνος είχε περάσει και για πρώτη φορά, η Ανθή διέκρινε μια αισιοδοξία στην φωνή
της.
Και μετά αναμονή. Μεγάλη
αναμονή!  
Για αρκετό διάστημα η
κατάσταση παρέμενε στάσιμη κι ύστερα ξανά αισιοδοξία και ελπίδες, πολλές  ελπίδες… μέχρι εκείνο, το τελευταίο τηλεφώνημα.
«… ως το τέλος του μήνα θα
είμαστε στο σπίτι»
Περνούσαν όμως οι μέρες,
χωρίς άλλα νέα και η Ανθή, έβαψε ξανά μαύρα πανιά. Δεν ήξερε τι να υποθέσει,
μήπως τελικά… όχι, ούτε να το σκέφτεται δεν ήθελε.
Το πρωί της Μεγάλης Πέμπτης
κτύπησε το τηλέφωνο.
«Ανθούλα μου», η φωνή του
πατέρα της· Επιτέλους, η αγαπημένη του φωνή· αδύναμη μεν, αλλά δεν την ένοιαζε.
Ήταν ζωντανός, ήταν εκεί, στην άλλη άκρη της γραμμής. Της μιλούσε! «Είμαι καλά
πουλάκι μου, ερχόμαστε…»
Δεν μπόρεσε να συγκρατηθεί.
Λυγμοί την συντάραξαν και το ποτάμι από δάκρυα που τόσο καιρό κρατούσε
κλεισμένο στην καρδιά της πλημμύρισε. 
«Σ’ αγαπώ πολύ μπαμπά»,
πρόλαβε μόνο να πει πριν λιποθυμήσει.
 
*****

Μεγάλο Σάββατο και μαζί Πρωτομαγιά. Η Ανθή έπλεκε το
μαγιάτικο στεφάνι με το ένα της μάτι καρφωμένο στην πόρτα της αυλής. Ο Ιάσωνας
στο πλάι της, αμίλητος κι αυτός, της έδινε ένα ένα λεμονανθό, με το βλέμμα του
γεμάτο προσμονή.

«Πότε θα ’ρθουν Ανθούλα;
Ξέρεις;», δεν άντεξε στο τέλος και τη ρώτησε.
Κι εκείνη…
«Ιάσωνα, ας τελειώσουμε
πρώτα το στεφάνι και…»
Τέλειωσαν τον Μάη, τον
κρέμασαν κι ύστερα ανέβηκαν στα ποδήλατα.
«Θα έχουν έρθει όταν
γυρίσουμε πίσω;»
«Δεν ξέρω μωρό μου, δεν
ξέρω. Θα έρθουν όμως· το είπε ο μπαμπάς, και ξέρεις πως εκείνος δεν λέει ποτέ
ψέματα»
Το σούρουπο είχε πέσει για
τα καλά όταν επέστρεψαν σπίτι.
Ερημιά.
«Τι λες Ιάσωνα, να
ετοιμαστούμε για την Ανάσταση;»
«Μόνοι μας; Και η μαμά, ο
μπαμπάς;»
«Αύριο θα έρθουν Ιάσωνα,
αύριο».
Αλήθεια, τι πείραζε να
δώσει κάποιες ελπίδες στον μικρό; Τεσσάρων χρονών ήταν, τις είχε τόση ανάγκη,
όπως κι εκείνη. Έπρεπε από κάπου να πιαστεί, ειδάλλως…
Διέσχισαν τον δρόμο για την
εκκλησία. Όλο το χωριό γιόρταζε. Τα φώτα μέσα κι έξω από τα σπίτια ήταν
αναμμένα. Τραγούδια ακούγονταν από τις ανοιχτές μπαλκονόπορτες, μιας κι απ’
ό,τι έδειχνε, το Πάσχα εφέτος είχε φέρει μαζί του και το καλοκαίρι.
Η Ανθή ένοιωσε τα μάτια της
να τσούζουν. Κρατούσε το χεράκι του Ιάσωνα μέσα στο δικό της και με κόπο
συγκρατούσε τα δάκρια της. Όλοι γιόρταζαν απόψε, εκτός…
Έφθασαν στην εκκλησία, και
στάθηκαν σε μια γωνιά. Κόσμος πολύς,  για
να μπουν μέσα αδύνατον. Πρώτα θα έβγαινε το Άγιο Φως και μετά το Χριστός Ανέστη.
Και πράγματι, σε λίγη ώρα όλοι, με τις λαμπάδες αναμμένες και γεμάτοι κατάνυξη,
ήταν έτοιμοι ν’ ακούσουν το Ευαγγέλιο της Ανάστασης.
Η Ανθή, είδε ξαφνικά τον
Ιάσωνα να φεύγει σαν βολίδα από δίπλα της και να τρέχει στον αμαξωτό. Έκανε να
του φωνάξει και…
Είδε πρώτα την μητέρα της
να σπρώχνει ένα καροτσάκι όπου πάνω του καθόταν ο πατέρας. Κοιτούσε προς το
μέρος της και της χαμογελούσε.
«Μπαμπά, μπαμπά μου», ψέλλισε
αδύναμα κι έτρεξε με λαχτάρα να χωθεί στην αγκαλιά του, όπου ήδη είχε κουρνιάσει
ο αδελφός της.

 

Χριστός Ανέστη εκ νεκρών,
θανάτω θάνατον πατήσας, έψελνε ο παπά Φώτης, την ίδια ώρα που η Ανάσταση είχε
κτυπήσει και την δική τους πόρτα.  

 

Κείμενο: Άννα Γαλανού https://www.annagalanou.gr/  

Αθήνα 23/4/2021