Πόπη
Β. : Γόνος, πρώην αστικής, αριστοκρατικής οικογένειας. Αλλά η Πόπη, το «πρώην πάντα
το ξεχνούσε, ηθελημένα.
Δούλευε ως πωλήτρια σε κατάστημα ρούχων,
που απευθυνόταν σε κυρίες υψηλών εισοδημάτων. Πάντα κομψή και περιποιημένη. Νύχια,
μαλλιά, ψηλοτάκουνη γόβα και κλασσικό ντύσιμο περασμένων δεκαετιών μεν, αλλά
ιδιαίτερα προσεγμένο. Οι πελάτισσες την είχαν περί πολλού, την εμπιστεύονταν και
μιλούσαν μαζί της για όλα. Για τις σχέσεις με τον άνδρα τους, τα παιδιά τους,
για τα ταξίδια τους στο εξωτερικό, τις καινούριες τους αγορές σε κοσμήματα,
σκάφη, σπίτια… μ’ αυτή τη σειρά.
Η Πόπη μαζί τους, ζούσε το όνειρο‧
ένα όνειρο που στερήθηκε χωρίς να φταίει σε τίποτα, ένα όνειρο που χάθηκε πριν καν
εκείνη τελειώσει το κολλέγιο. Το είχε ανάγκη αυτό το όνειρο, τρεφόταν από τις
περιγραφές που άκουγε και με την φαντασία της έφτιαχνε κι εκείνη τις δικές της
ιστορίες. Τις αφηγούνταν στις κυρίες με μάτια που λαμποκοπούσαν από την ψεύτικη
αλήθεια της, πιστεύοντας πως οι ιστορίες της ήταν πολύ καλύτερες από τις δικές τους.
Η καρδιά της γέμιζε με ευχαρίστηση καθώς τις έβλεπε να την κοιτάζουν με
θαυμασμό, απόλυτα σίγουρη πως την θεωρούσαν κυρία της τάξης τους και φυσικά
ιδιοκτήτρια του καταστήματος.
Ήθελε όσο τίποτα να ξαναμπεί σ’ αυτό
τον κύκλο, να την καλούν στα σπίτια τους, για να ζήσει, έστω για λίγο, την ζωή
που της έκλεψαν μέσα από τα χέρια. Έπρεπε να βρει κάποιο τρόπο για να το
πετύχει… αλλά πως;
Το γυρόφερνε ξανά και ξανά στο νου της,
μέχρι που αποφάσισε να δώσει μια δεξίωση σ’ ένα ακριβό ρεστοράν και να τις
καλέσει εκεί. Σίγουρα κάτι τέτοιο θα τις υποχρέωνε. Η ίδια ήλπιζε σε μια
πρόσκληση εκ μέρους τους, ήταν το μόνο που επιζητούσε. Αρκούσε η πρώτη, γιατί μετά
απ’ αυτήν θα ακολουθούσαν πολλές. Έτσι πήγαιναν αυτά. Τα ήξερε.
Αποφάσισε πως λίγο πριν
τις γιορτές των Χριστουγέννων, ήταν ό,τι
έπρεπε να το αποτολμήσει‧ και είχε δίκιο. Όλες αποδέχτηκαν την πρόσκληση της κι
εκείνη κατενθουσιασμένη ξόδεψε με χαρά όλες τις οικονομίες της για να οργανώσει
με τον καλύτερο τρόπο μια φανταστική δεξίωση. Φαγητά, κρασιά, διακόσμηση,
μουσική, όλα έπρεπε να είναι τέλεια.
Και ήταν πράγματι, ακριβώς όπως τα ήθελε.
Όλα τυλιγμένα σε χρυσόχαρτο, μέσα στο ροζ συννεφάκι που είχε φτιάξει στο μυαλό
της.
Η βραδιά κύλησε ονειρεμένα τα χαμόγελα και
τα ευχαριστώ ήταν τόσα πολλά που ξεχείλιζαν κι έφταναν ως έξω στο δρόμο. Καμία
όμως πρόσκληση δεν πήρε η Πόπη, ούτε εκείνο το βράδυ, αλλά ούτε και τις
επόμενες μέρες.
Το Χριστουγεννιάτικο ρεβεγιόν που
ονειρευόταν τόσα χρόνια να είναι παρούσα, έμεινε για μια ακόμα χρονιά μόνο ένα
όνειρο. Κι όταν με τον καινούριο χρόνο, πέρασε από κει ο ιδιοκτήτης του
καταστήματος, μαζί μ’ ένα τυπικό δώρο, της έδωσε ταυτόχρονα και τις ευχαριστίες
του για τις καλές δημόσιες σχέσεις που είχε καλλιεργήσει με τις πελάτισσες της
επιχείρησης του.
Όλες, της είπε, μιλούσαν με τα καλύτερα
λόγια, για την πωλήτρια που είχε στο κατάστημά του.
Άννα Γαλανού https://www.annagalanou.gr/